- μαυρώνω
- (ΑM μαυρῶ, -όω, Μ και μαυρώνω)μαυρίζω, αμαυρώνω, θαμπώνω, τυφλώνωμσν.1. σκοτεινιάζω2. μτφ. θλίβομαι, υποφέρω, δυστυχώ3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μαυρωμένος,-η, -ονμαυρειδερός, μελαψόςαρχ.1. καθιστώ κάποιον αδύνατο, ανίσχυρο («κρατερὸν ὄνθ' ὅμως μαυροῡμεν ὑφ' αἵματος νέου», Αισχύλ.)2. μτφ. καθιστώ κάποιον ή κάτι σκοτεινό, αφανές, αφαιρώ τη λάμψη, τη δόξα ή την τιμή από κάποιον ή από κάτι («ῥεῑα δὲ μιν μαυροῡσι θεοί», Ησίοδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Μαυρόω, -ῶ < ἀμαυρόω, -ῶ].
Dictionary of Greek. 2013.