μαυρώνω

μαυρώνω
(ΑM μαυρῶ, -όω, Μ και μαυρώνω)
μαυρίζω, αμαυρώνω, θαμπώνω, τυφλώνω
μσν.
1. σκοτεινιάζω
2. μτφ. θλίβομαι, υποφέρω, δυστυχώ
3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μαυρωμένος,-η, -ον
μαυρειδερός, μελαψός
αρχ.
1. καθιστώ κάποιον αδύνατο, ανίσχυρο («κρατερὸν ὄνθ' ὅμως μαυροῡμεν ὑφ' αἵματος νέου», Αισχύλ.)
2. μτφ. καθιστώ κάποιον ή κάτι σκοτεινό, αφανές, αφαιρώ τη λάμψη, τη δόξα ή την τιμή από κάποιον ή από κάτι («ῥεῑα δὲ μιν μαυροῡσι θεοί», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μαυρόω, - < ἀμαυρόω, -].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μαυρός — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μ. ο μάρτυς. Η μνήμη του τιμάται την 1η Μαΐου. 2. Τον σκότωσαν με σπαθί μαζί με άλλους στρατιώτες. Η μνήμη του τιμάται στις 30 Ιανουαρίου. 3. Γιος του μάρτυρα Κλαυδίου και της Ιλαρίας. Μαρτύρησε, μαζί …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”